- μαδώ
- (AM μαδῶ, -άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ)1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα»)2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ, φαλακρός ἐστιν, καθαρός ἐστιν», ΠΔ)νεοελλ.(μτβ.) μτφ. απογυμνώνω κάποιον από τα χρήματά του εξαιτίας τής μεγάλης ακρίβειας1. «μάς μαδήσανε σ' αυτό το μαγαζί»)νεοελλ.-μσν.1. (μτβ.) αποσπώ, ξεριζώνω τις τρίχες, τα φύλλα, τα φτερά («μαδώ το κοτόπουλο»)2. μέσ. μαδιέμαιτραβώ τα μαλλιά μουαρχ.(για συκιά) έχω προσβληθεί από νόσο που οφείλεται σε αφθονία βροχών και έχω σαπίσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μαδῶ, μαδαρός, μαδιγένειος συνθέτουν ένα σύστημα αρχαϊκού τύπου που μπορεί να παραβληθεί με εκείνη τών χαλῶ, χαλαρός, χαλί-φρων. Ο αόριστος όμως τού χαλῶ, χαλάσαι είναι αρχαίος, ενώ ο αόριστος τού μαδῶ, μαδῆσαι είναι νεώτερος σχηματισμός (πρβλ. λαγαρός: λαγάσαι). Η αρχική σημ. τού μαδῶ «διαρρέω» εξελίχθηκε σε «πέφτω, χάνω», παράλληλη με εκείνην τού ρ. ἐκρέω «πέφτω» για μαλλιά και τού λατ. dēfluō με την ίδια σημ. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν η σημ. τού μαδῶ: «ζεματώ ζώο για να τό μαδήσω». Ο τ. συνδέεται με: λατ. madeō «είμαι βρεγμένος» και ενίοτε «είμαι μεθυσμένος», αρχ. ινδ. madati «είμαι μεθυσμένος» και madira «μεθυστικός» (πρόκειται πιθ. για δυσύλλαβη ρίζα *madē). Τέλος, ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μαστός*.ΠΑΡ. μάδησηαρχ.μάδοςνεοελλ.μάδημα, μαδητής.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απομαδώνεοελλ.σουρομαδώ, φτερομαδώ, φυλλομαδώ].
Dictionary of Greek. 2013.